- αποδοτικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αποδίνει, ο παραγωγικός: Η επιχείρηση εκείνη είχε δειχτεί πολύ αποδοτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποδοτικός — productive of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδοτικός — ή, ό (Α ἀποδοτικός, ή, όν) αυτός που αποδίδει, που αποφέρει κέρδος ή ωφέλεια («αποδοτική μελέτη, αποδοτική καλλιέργεια») αρχ. 1. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην απόδοση 2. όποιος απονέμει κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
ἀποδοτικά — ἀποδοτικός productive of neut nom/voc/acc pl ἀποδοτικά̱ , ἀποδοτικός productive of fem nom/voc/acc dual ἀποδοτικά̱ , ἀποδοτικός productive of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτικόν — ἀποδοτικός productive of masc acc sg ἀποδοτικός productive of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτικαί — ἀποδοτικός productive of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτικοί — ἀποδοτικός productive of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτικῆς — ἀποδοτικός productive of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτική — ἀποδοτικός productive of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτικήν — ἀποδοτικός productive of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδοτικῶς — ἀποδοτικός productive of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)